- καταπυκτεύω
- καταπυκτεύω,A conquer in boxing, Sch.A.R.2.98 ([voice] Pass.), cj. in Pl. Com.124.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπυκτεύω — (Α, Μ καταπυκτεύομαι) καταβάλλω σε πυγμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυκτ εύω «πυγμαχώ» (< πύκ της «πυγμάχος»)] … Dictionary of Greek
καταπυκτευθῆναι — καταπυκτεύω conquer in boxing aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)